- Ἰδαίους
- Ἰδαί̱ους , Ἰδαῖοςof Idamasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… … Dictionary of Greek
Ακεσίδας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Ίδαίους Δακτύλους, που η Ρέα τους είχε εμπιστευθεί στην Κρήτη τη φύλαξη του Δία. Μετά την ενηλικίωση του θεού, πήγαν στην Ολυμπία, όπου καθένας είχε τον βωμό του στην ιερά Άλτη. Ο Α. λεγόταν και Ίδας … Dictionary of Greek
Δάκτυλοι — Μυθολογικός λαός. Κάτοικοι της Κρήτης, που τους έλεγαν και Κουρήτες (Κρήτες)Τελχίνες (Τεχνίτες),και που τους συνέχεαν μερικές φορές με τους Κορύβαντες. Τους αποκαλούσαν επίσης Ιδαίους επειδή έμεναν γύρω από την Ίδη (τον σημερινό Ψηλορείτη)και… … Dictionary of Greek
Ίδας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός ήρωας της Μεσσηνίας. Ήταν γιος του Αφαρέα και της Αρήνης και αδελφός του Λυγκέα. Φημιζόταν για τη δύναμή του, αλλά ήταν απερίσκεπτος και βίαιος. Μαζί με τον αδελφό του, Λυγκέα, πήρε μέρος στο κυνήγι του… … Dictionary of Greek